Ο κορυφαίος αλλά περιφρονημένος όσο ζούσε, Χαλκιδαίος συνθέτης Νίκος Σκαλκώτας
Σαν σήμερα, το 1904, γεννήθηκε στη Χαλκίδα, ο Νίκος Σκαλκώτας, ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες κλασικής μουσικής του αιώνα του. Το ανέφερε, άλλωστε, και ο Αυστροβρετανός μουσικολόγος και κριτικός Χανς Κέλερ σε ένα κείμενό του για τους κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα "Τα τέσσερα «Σ»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας και Σοστακόβιτς".
Ήταν μέλος της Δεύτερης Βιεννέζικης Σχολής και είχε επιρροές τόσο από την κλασική μουσική όσο και από την σύγχρονη κλασική μουσική.
Ο Νίκος Σκαλκώτας προερχόταν από οικογένεια μουσικών με πατέρα τον Αλέκο Σκαλκώτο, φλαουτίστα στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας (άλλαξε το επίθετο της οικογένειάς του σε Σκαλκώτας, χάριν ευφωνίας).
Από τα πέντε του χρόνια μάθαινε βιολί με τον θείο του και το 1910 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα για να του προσφέρει την ευκαιρία πληρέστερης μουσικής μόρφωσης. Αποφοίτησε με την ανώτατη διάκριση από το Ωδείο Αθηνών. Τα επόμενα χρόνια έπαιζε βιολί σε διάφορες εκδηλώσεις, και δημοσίευσε και ποιήματα στο περιοδικό «Νουμάς».
Το 1921 λαμβάνει υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο. Εκεί προσανατολίζεται στη σύνθεση, με περίφημους δασκάλους και έγραψε πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία, δυστυχώς, χάθηκαν. Παρά την εκτίμηση που έτρεφε στον Σένμπεργκ, δεν ακολούθησε τυφλά το δωδεκαφθογγικό σύστημα του δασκάλου του, αλλά ανέπτυξε μια δική του απόλυτα πρωτότυπη παραλλαγή. Το 1931, αντιμετωπίζει έντονη συναισθηματική κρίση, χωρίζει με τη Γερμανίδα σύντροφό του, τη βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Άρτεμη και ένα βρέφος που χάθηκε στη γέννα. Ακολούθησε η δημιουργική κρίση, που κράτησε έως το 1935.
Τον Μάιο του 1933 επέστρεψε στην Ελλάδα, τον ίδιο ακριβώς μήνα που ο δάσκαλός του Άρνολντ Σένμπεργκ έπαιρνε τον δρόμο της εξορίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, μη αντέχοντας την καταπίεση των Ναζί. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην πατρίδα αντιμετώπισε τον φθόνο και την καχυποψία του μουσικού κυκλώματος (Φιλοκτήτης Οικονομίδης, Μανώλης Καλομοίρης, Δημήτρης Μητρόπουλος, Σπύρος Φαραντάτος), παρότι ήταν γνωστή η αξία του.
Οι συντηρητικοί αντίπαλοί του ισχυριζόντουσαν ότι έγραφε ακαταλαβίστικη μουσική, που ήταν αντίθετη με τους κανόνες που διδάσκονταν στα ωδεία και διέδιδαν πως ήταν τρελός. Ο μουσικολόγος και βιογράφος του Σκαλκώτα Γ. Γ. Παπαϊωάννου αποκαλεί τη συμπεριφορά τους απέναντι στον Σκαλκώτα «μεγάλη συμπαιγνία» και πιστεύει ότι το πληθωρικό του ταλέντο θα τους επισκίαζε και θα τους εξοστράκιζε από τις «καρέκλες» τους.
Βρήκε όλες τις πόρτες κλειστές και για να ζήσει καταδέχεται να παίξει βιολί σε ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας. Ως αντίδοτο, άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς: Από το 1935 και ως το 1945 είχε γράψει πάνω 100 έργα. Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις ανέπτυξε ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος.
Το 1946 παντρεύτηκε την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή κι ένα χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που διακρίθηκε ως ζωγράφος. Ακολούθησε μια νέα περίοδος δημιουργικής σιωπής, αλλά από το 1949 άρχισε να συνθέτει με τους παλιούς του ρυθμούς νέα έργα και να ενορχηστρώνει παλιότερα.
Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 από επιπλοκές που προκάλεσε η αμελημένη περισφιγμένη κήλη του. Δύο ημέρες αργότερα γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, Νίκος, γνωστός ως πρωταθλητής Ελλάδας στο σκάκι.
Ο Σκαλκώτας πέθανε τελείως άγνωστος και όσο ζούσε δεν άκουσε κανένα από τα έργα του να παίζεται. Ανακαλύφθηκε ως συνθέτης μετά το θάνατό του, χάρη στην πρωτοβουλία φίλων και θαυμαστών του (Γ.Γ. Παπαϊωάννου, Γιώργος Χατζηνίκος κ.ά.), που ίδρυσαν την «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα» για να διαφυλάξουν και να διαδώσουν το έργο του.
Ναταλία Νάτσου-Παπακωνσταντίνου/Εκπαιδευτικός
Πηγή ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ