Διαμαντάκια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σχετικά με την Αποκριά
Λίγα αξιόλογα αποσπάσματα διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τώρα, σχετικά με την Αποκριά, Εύβοιας φίλοι! Ηθογραφικά, ηθοπλαστικά, ρεαλιστικά, ποιητικά, σατιρικά, με δυνατή γλώσσα και συχνά με χιουμοριστική πνοή, τα διηγήματα του μεγάλου μας συγγραφέα αποτελούν μέχρι και τις μέρες μας πραγματικές πνευματικές οάσεις! Ας απολαύσουμε λοιπόν….
Από την ‘Αποκριάτικη Νυχτιά’ (1892)
”..«Τι ωραία, τι αφελή έθιμα έχει ο ελληνικός λαός, διενοείτο ο Σπύρος. Ιδού ότι τρεις οιονεί οικογένειαι, ενώ όλον τον χρόνον ήσαν εις διάστασιν, απεφάσιζαν την τελευταίαν ημέραν της Απόκρεω να φιλιωθώσι, δια να εορτάσωσι ομού την νύκτα της τυροφαγίας. Δια τους μεν (τι το θέλετε;) ο βίος αυτός είναι διηνεκής Απόκρεως, δια τους δε είναι μακρά και θλιβερά σαρακοστή. Ευτυχώς λαμβάνει πέρας! Ως όασις εν τη ερήμω ας είναι τουλάχιστον διά τους δευτέρους η νύξ αύτη της Απόκρεω!»
Και αυτός οδοιπόρος ήτο εις την ματαιότητα του κόσμου. Και δι' αυτόν η ζωή ήτο ανήφορος ατελείωτος, και οδός τραχεία και μακρά τεσσαρακοστή. Πότε θα έφθανεν εις το τέρμα; Ισως να εδειματούτο από μορμολύκεια της φαντασίας του, αλλ' εμαντεύετο δυσοίωνα περί του μέλλοντός του το μόνον καλόν ήτο ότι εφιλοσόφει εκ προκαταβολής δια πάν το αποβησόμενον ως προς αυτόν.
Εκ των ρεμβασμών του τον απέσπασε τραχεία φωνή γέροντος, αναμειχθείσα εις τον χορόν τον υποκάτω των ποδών του, εις το οίκημα της Σταματούλας.
Η φωνή βραχνή και μετά ιδιαζούσης προφοράς, έψαλλε·
Πως το τρίβουν το πιπέρι,
του διαβόλου οι καλογέροι!”Από το διήγημα “Οἱ Παραπονεμένες” (1899)
”..Τώρα, σήμερα θὰ πᾶμε μὲ τὴν καρότσα, στὸ μεγάλο δρόμο, κοντὰ στὸ Πανεπιστήμιο, νὰ ἰδοῦμε τὸν Καρνάβαλο, ποὺ λένε, καὶ τὰ κομιτᾶτα*. Θυμᾶμαι ποὺ πήγαμε ὅταν ἤμουν μικρὴ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα κ᾽ εἴδαμε τὰ κομιτᾶτα. Ἄλλοι σὰν ἀγάλματα πάνω στὶς καρότσες, ἕνας ἔκανε τὸν κοιμισμένο, ἄλλος ἔστεκε ὀρθὸς ἀκίνητος, γδυμνοί, ὁλόγδυμνοι… Ἕνα κομιτᾶτο, ἄλλο κομιτᾶτο, τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, κ᾽ ἔβγαζαν λόγο ἀπ᾽ τὰ κάρα. Τελειωμοὺς δὲν εἶχαν τὰ κομιτᾶτα…
Τὴν Πέμπτην ἐκείνην, τὴν πρὸ τῆς Ἀπόκρεω, τὴν ὥραν ποὺ ὁ κρύος Καρνάβαλος ἐβγῆκε νὰ περιδιαβάσῃ εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν Ἀθηνῶν, εἰς μίαν παράμερον συνοικίαν, εἰς ἕνα στενὸν δρομίσκον τῆς πόλεως, ἐφάνη ἡ γυνὴ μὲ τὴν «Ἐλεοῦσαν».
Κρατοῦσα τὴν ἁγίαν εἰκόνα, ἐξῆλθε κι αὐτὴ εἰς περιοδείαν. Φαίνεται ὅτι ἐγνώριζεν ἐκ μακρᾶς πείρας, ὅτι πολλὰ πλάσματα κατοικοῦντα εἰς τὰς συνοικίας τὰς σκοτεινάς, εἰς τὰς ἀνηλίους τρώγλας, πλάσματα παραπονεμένα, ἐξ ἀτυχιῶν, ἐξ ἐλλείψεων πολλῶν, ὧν πρώτη ἡ ἔλλειψις φορέματος, δευτέρα ἡ ἔλλειψις ἀρραβωνιαστικοῦ, τρίτον δὲ ὅλαι ὁμοῦ αἱ ἄλλαι ἐλλείψεις ― ὅτι πολλὰ τοιαῦτα πλάσματα δὲν θὰ ἐπήγαιναν νὰ ἴδωσι τὸν «Καρνάβαλον» καὶ τὰ «Κομιτᾶτα», καὶ ὅτι τὰ πλάσματα αὐτὰ θὰ ἦσαν διατεθειμένα νὰ δράξωσιν ἅμα προσφερομένην τὴν παραμυθίαν τὴν ἐκ τῆς θρησκείας. Καὶ ἡ ὥρα ἐκείνη τῆς μεγάλης συρροῆς εἰς τὰ κέντρα, τῆς μεγάλης ἐρημίας εἰς τ᾽ ἀπόκεντρα, τῆς ἐφαίνετο καταλληλοτάτη διὰ τοιαύτην ἐπίσκεψιν.”Από “Τὸ Κουκούλωμα” (1925)
”Τέλος, μετὰ χρόνους ὁ Κοσμᾶς ἐφάνη ὅτι ἤρχισε νὰ φρονιμεύῃ. Μία ὁπωσοῦν φρόνιμη γυνή, ἡ Ρήνη ἡ Μεργιανίτισσα, κατώρθωσε νὰ τὸν συμμαζέψῃ. Αὕτη ἔτρεφεν ἀληθῆ συμπάθειαν, καὶ τοῦ ἀνέθρεψε τὸν Ἀριστογείτονα, τὸ τελευταῖον νόθον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐξ ἀγνώστου μητρὸς καὶ τὸ ὁποῖον ἦτο ἐκτάκτως δυσάγωγον. Ὁ Κοσμᾶς τόσον εἶχε συγκινηθῆ ἀπὸ τὴν ἀφοσίωσίν της ὥστε ὑπεσχέθη νὰ «τὴν στεφανωθῇ». Καθότι ἡ ἁγία ἐκκλησία μας συνηθίζει ὅλους ἀδιακρίτως νὰ τοὺς στεφανώνῃ, ὡς «νομίμως ἀθλήσαντας». Δι᾿ αὐτὸ θὰ ἠδύνατό τις νὰ προτείνῃ ὅτι καλὸν θὰ ἦτο, εἰς πολλὰς περιπτώσεις, ν᾿ ἀντικατασταθῶσι τὰ στέφανα διὰ κουκούλας, ἐξ ἴσου συμβολικῆς, ἐξηγούσης τὸ ρῆμα «κουκουλώνω», τὸ ὁποῖον συνηθίζει ὁ λαὸς εἰς παρομοίας περιστάσεις.
Παρῆλθον μακρὰ ἔτη. Ὁ Κοσμᾶς ἐξηκολούθει πάντοτε νὰ ὑπόσχεται ὅτι ἔμελλε νὰ
«στεφανωθῇ». Τέλος ἡ γυνή, φιλάσθενος οὖσα, ἐμαράνθη, ἔκλινε, καὶ ἀπέθανεν
ἀστεφάνωτη.
Ὁ Κοσμᾶς, ὕστερον ἀπ᾿ ὀλίγον καιρόν, ἐστεφανώθη. Ἦτον ἀποκριά, ἐποχὴ κατάλληλος
διὰ γάμους καὶ χαρές. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην μὲ συναντᾷ ὁ Πολυζωγάκης καὶ μοῦ λέγει:
- Ξέρεις τίποτε, κὺρ Χαράλαμπε; Ὁ Κοσμᾶς στεφανώνεται αὔριο τὸ δειλινό. Μοῦ εἶπε
νὰ σὲ καλέσω. Θά ᾽ρθῃς;
- Ἀλήθεια; Καὶ ποιὰν παίρνει;
- Τὴν δεῖνα.
Περιέγραψεν ἓν πρόσωπον μέσης ἡλικίας, χήραν οἰκοκυράν, ἰδιοκτήτριαν οἰκίας.
- Μπράβο!… Κι ὁ Ἀριστογείτων τί ἔγινε;
- Τοῦ ἔψησε τὸ ψάρι στὰ χείλη, τὸ διαβολόπαιδο. Ἐβγῆκε πάρα πολὺ σκυλίσιο σόι παιδί.
Τώρα ἐπῆγε κι αὐτὸς καὶ τὸ ἔκλεισε στ᾿ ὀρφανοτροφεῖο.
Τὴν ἄλλην ἑσπέραν, εὑρίσκω πάλιν εἰς τὸ ἴδιον μέρος τὸν Πολυζωγάκην. Ἐκράτει δύο
ντόμινα τυλιγμένα εἰς〈τὸν〉βραχίονα, καὶ εἰσήρχετο εἰς τὸ μπακάλικο τῆς γωνίας.
- Ἔλα νὰ μὲ δῇς, μοῦ λέγει, ποὺ θὰ μασκαρευθῶ. Θὰ πᾶμε στοῦ Κοσμᾶ, νὰ ἰδοῦμε
κ᾿ ἐμεῖς τί θὰ πῇ νοικοκυριό, ἀπόψε. Ὁ γάμος ἔγινε. Δὲν ἦρθες!
- Δὲν πειράζει. Τοῦ λέτε τὰς εὐχάς μου.
Ἐστάθην ἐπὶ μίαν στιγμὴν βλέπων τὸν Πολυζωγάκην, ἐνῷ ἐφόρει τὸ παρδαλὸν ἔνδυμά
του. Αἴφνης βλέπω καὶ τὸν μικρὸν Ἀριστογείτονα ἐκεῖ.
- Μὰ δὲν μοῦ εἶπες ὅτι εἶναι στ᾿ ὀρφανοτροφεῖο; εἶπα στὸν Πολυζωγάκην.
- Ἐδραπέτευσε, τὸ διαβολόπαιδο, καὶ μᾶς ἦρθε στὸ γάμο. Ἐπέμενε νὰ μπῇ κι αὐτὸς
ὑποκάτω ἀπό τὸ στεφάνι, φαντάσου, μαζὶ μὲ τ᾿ ἀνδρόγυνο.. Τώρα πλέον ὅλοι τοῦ
εὔχονται «μὲ γειὰ καὶ τὴν καινούργια μάννα». Εὐχήσου τον.
- Νὰ τοῦ ζήσῃ!”